- καρπαλίμοισι
- καρπάλιμοςswiftmasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)καρπάλιμοςswiftmasc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek